σποδωθέν

σποδωθέν
σποδόομαι
to be burnt to ashes
aor part mp neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σποδούμαι — όομαι, Α [σποδός] παθ. 1. κατακαίομαι και μεταβάλλομαι σε στάχτη («κάρδαμον ἄγριον καέν καὶ σποδωθέν», Ιπποκρ.) 2. καλύπτομαι με στάχτη («έσποδώσαντο τὰς κεφαλὰς αὐτῶν», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”